καβούρι

καβούρι
I
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου.
II
Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο νότιο άκρο της παραλίας της Βούλας.
Το Καβούρι, χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο.
* * *
το
1. μικρός κάβουρας
2. γεν. κάβουρας
3. στον πληθ. τα καβούρια
α) τα υπολείμματα που απομένουν μετά την τήξη τού χοινινού λίπους, αλλ. τσιγαρίδες
β) είδος σύκων που παρασκευάζονται με φούρνισμα
4. ναυτ. είδος ονυχάρθρωτης άγκυρας
5. φρ. «καβούρια έχει η τσέπη του» — είναι πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μτγν. κάβουρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καβούρι — το κάβουρας: Στο κέντρο αυτό σερβίρουν και καβούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάτω Καβούρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 118 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου …   Dictionary of Greek

  • Kavouri, Patras — Kavouri ( el. Καβούρι) is a neighbourhood in the city of Patras, Achaia, Greece …   Wikipedia

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • λίμουλος — (Limulus). Γένος χηληκεραιωτών αρθροπόδων της οικογένειας των λιμουλιδών, της τάξης των ξιφοσουριδών, της ομοταξίας των μεροστoμάτων. Πρόκειται για υδρόβιο ζώο, χωρίς κεραίες, που αναπνέει με βράγχια. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 30 εκ., ενώ… …   Dictionary of Greek

  • μαλακόστρακος — η, ο (Α μαλακόστρακος, ον) αυτός που έχει μαλακό ή εύθραυστο όστρακο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόστρακα ζωολ.. υφομοταξία καρκινοειδών στην οποία ανήκουν μερικά από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα: ο αστακός, το καβούρι, η γαρίδα, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • παγουρομάννα — η πάγουρος μεγάλων διαστάσεων, καβουρομάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγουρος «καβούρι» + μάννα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”